Τρίτη, 27 Φεβρουαρίου 2024 21:50

Θαλάσσια ρύπανση από πλοία και μέτρα προστασίας στην ΕΕ και τον κόσμο

 

Του Φίλιππου Ζάχαρη (zachfil64@gmail.com)

Η θαλάσσια ρύπανση αλλά και τα θαλάσσια ατυχήματα που ενίοτε την προκαλούν, έχει δημιουργήσει ανεπανόρθωτη καταστροφή σε πολλές περιοχές του πλανήτη, διαταράσσοντας ευθέως τα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Η δε σχεδόν ασύδοτη και πολλές φορές χωρίς καμία προφύλαξη για το θαλάσσιο περιβάλλον ναυσιπλοΐα δεξαμενοπλοίων, που δεν είναι και λίγες οι φορές που δεν τηρούν τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, έχει δημιουργήσει πονοκέφαλο στην ΕΕ, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη για άμεση λήψη μέτρων, που ξεκινούν από την παρακολούθηση των πλοίων σε ότι αφορά την ρίψη αποβλήτων και άλλων βλαβερών για το θαλάσσιο περιβάλλον απορριμμάτων, μέχρι την χρήση των τελευταίων τεχνολογικών δεδομένων - και συγκεκριμένα των δορυφορικών - για πρόληψη αδικημάτων θαλάσσιας ρύπανσης.
Τα μέτρα αυτά αποδίδουν σε κάποιες περιπτώσεις, όμως το πρόβλημα εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Στα πλαίσια αυτά και στις προσπάθειες που καταβάλλονται για τον περιορισμό της θαλάσσια ρύπανσης, επετεύχθη πριν λίγες ημέρες πολιτική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επί της τροποποίησης της οδηγίας 2005/35/ΕΚ σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για τα αδικήματα ρύπανσης.
Οι συννομοθέτες συμφώνησαν να ευθυγραμμίσουν την οδηγία με τη διεθνή σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία (Marpol) και να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της, ώστε να καλύπτει περισσότερα είδη ρυπογόνων ουσιών που απορρίπτονται στη θάλασσα, όπως λύματα και απορρίμματα.
Η Marpol
Η Διεθνής Σύμβαση για την Πρόληψη της Ρύπανσης από Πλοία (MARPOL) είναι η κυριότερη διεθνής σύμβαση που καλύπτει την πρόληψη της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από πλοία από λειτουργικά ή τυχαία αίτια.
Η εν λόγω σύμβαση εγκρίθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1973 στον ΙΜΟ, που είναι ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός,    εξειδικευμένος οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών με αρμοδιότητα την ασφάλεια και την προστασία της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας και ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τα πλοία.
Το Πρωτόκολλο του 1978 υιοθετήθηκε ως απάντηση σε μια σειρά ατυχημάτων δεξαμενόπλοιων το 1976-1977.
Καθώς η Σύμβαση MARPOL του 1973 δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ, το Πρωτόκολλο MARPOL του 1978 απορρόφησε τη μητρική Σύμβαση.
Η συνδυασμένη πράξη τέθηκε σε ισχύ στις 2 Οκτωβρίου 1983. Το 1997 εγκρίθηκε πρωτόκολλο για την τροποποίηση της σύμβασης και προστέθηκε νέο παράρτημα VI, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 19 Μαΐου 2005.
Η MARPOL έχει επικαιροποιηθεί με τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια των ετών.

Τι περιέχει η Σύμβαση
Η Σύμβαση περιλαμβάνει κανονισμούς που αποσκοπούν στην πρόληψη και την ελαχιστοποίηση της ρύπανσης από τα πλοία - τόσο της ρύπανσης από ατυχήματα όσο και της ρύπανσης από τις συνήθεις λειτουργίες - και σήμερα περιλαμβάνει έξι τεχνικά παραρτήματα.
Στα περισσότερα παραρτήματα περιλαμβάνονται ειδικές περιοχές με αυστηρούς ελέγχους στις λειτουργικές απορρίψεις.
Πληροφορίες και κυρώσεις για ρύπανση
Οι νέοι κανόνες θα ενισχύσουν τη διαφάνεια, καθιστώντας διαθέσιμες στο διαδίκτυο πληροφορίες σχετικά με τα αδικήματα ρύπανσης στις ευρωπαϊκές θάλασσες και τις επιβαλλόμενες κυρώσεις. Στο διαδίκτυο θα καταστούν επίσης διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το πώς οι παράκτιες αρχές επαληθεύουν πιθανές διαρροές κατόπιν ειδοποίησης μέσω δορυφορικής επιτήρησης.
Η τροποποίηση αποσαφηνίζει την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων ώστε να καταστούν αποτελεσματικότερες. Για παράδειγμα, το μέγεθος της παράνομης απόρριψης, ο αντίκτυπός της στο περιβάλλον και η οικονομική ισχύς της υπεύθυνης οντότητας θα λαμβάνονται υπόψη όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν κυρώσεις.
Θα υπάρχουν διαθέσιμα ισχυρότερα εργαλεία και πλατφόρμες για την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών μεταξύ των αρχών των κρατών - μελών.
Δορυφορική παρακολούθηση – υπηρεσία «CleanSeaNet»
Για παράδειγμα, η δορυφορική επιτήρηση της ρύπανσης από πλοία (CleanSeaNet — βάση δεδομένων επιτήρησης και ανταλλαγής πληροφοριών του EMSA) θα βελτιωθεί και θα αποκτήσει μεγαλύτερη ευκρίνεια.    Όλα τα νέα μέτρα ενισχύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα και συμβάλλουν στην πρόληψη της ρύπανσης των ευρωπαϊκών θαλασσών.
Nα σημειωθεί ότι η «CleanSeaNet» είναι μια ευρωπαϊκή δορυφορική υπηρεσία εντοπισμού πετρελαιοκηλίδων και πλοίων που προσφέρει βοήθεια στα συμμετέχοντα κράτη για τις ακόλουθες δραστηριότητες:
Εντοπισμός και εντοπισμός πετρελαϊκής ρύπανσης στην επιφάνεια της θάλασσας,
Παρακολούθηση της ατυχηματικής ρύπανσης κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων,
Συμβολή στον εντοπισμό των ρυπαντών.
Η υπηρεσία CleanSeaNet βασίζεται στην τακτική παραγγελία δορυφορικών εικόνων ραντάρ συνθετικού ανοίγματος (SAR), παρέχοντας παγκόσμια κάλυψη των θαλάσσιων περιοχών νύχτα και ημέρα, ανεξάρτητα από την ομίχλη και τη νεφοκάλυψη. Τα δεδομένα από αυτούς τους δορυφόρους επεξεργάζονται σε εικόνες και αναλύονται για πετρελαιοκηλίδες, εντοπισμό σκαφών και μετεωρολογικές μεταβλητές.
Οι πληροφορίες που ανακτώνται περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: θέση της πετρελαιοκηλίδας, έκταση και μήκος της πετρελαιοκηλίδας, επίπεδο εμπιστοσύνης της ανίχνευσης και υποστηρικτικές πληροφορίες σχετικά με την πιθανή πηγή της πετρελαιοκηλίδας (π.χ. ανίχνευση σκαφών και εγκαταστάσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου).
Οπτικές δορυφορικές εικόνες μπορούν επίσης να αποκτηθούν κατόπιν αιτήματος, ανάλογα με την κατάσταση και τις ανάγκες του χρήστη.

Θαλάσσια ρύπανση από πλαστικά
Αξίζει να επισημανθούν, τέλος,    κάποια πολύ σημαντικά στοιχεία από πρόσφατη μελέτη για την θαλάσσια ρύπανση παγκοσμίως - μόνο από τα πλαστικά -    που δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος.
Σύμφωνα με αυτά, οι ωκεανοί του κόσμου μολύνονται από ένα "πλαστικό νέφος" που αποτελείται από περίπου 171 τρισεκατομμύρια πλαστικά σωματίδια, τα οποία αν συγκεντρωθούν, θα ζυγίζουν περίπου 2,3 εκατομμύρια τόνους, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Μια ομάδα διεθνών επιστημόνων ανέλυσε παγκόσμια δεδομένα που συλλέχθηκαν μεταξύ 1979 και 2019 από σχεδόν 12.000 σημεία δειγματοληψίας στον Ατλαντικό, τον Ειρηνικό και τον Ινδικό ωκεανό και τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Διαπίστωσαν μια "ταχεία και άνευ προηγουμένου" αύξηση της ρύπανσης των ωκεανών από πλαστικό από το 2005, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «PLOS ONE».