Δευτέρα, 21 Ιουλίου 2014 21:23

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 5ο)

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

 

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του.  

 

Μ

 

μαγάρα (η) η ακαθαρσία, τα κόπρανα.

μαγαρισμένος (ο) μεταφορικά ο ανήθικος, ο αρνησίθρησκος.

μαγέρεμα (το) τα φρέσκα λαχανικά του κήπου που μαγειρεύονται στην κατσαρόλα.

μαγεργιά (η) η ποσότητα υλικών για ένα μαγέρεμα.

μάγκανο (το) το μηχάνημα (συνήθως σιδερένιο) για την άντληση νερού από το πηγάδι. Το αποτελούσε ένας κύλινδρος με χειρολαβή στο πλάι που στηριζόταν σε δύο υποδοχές πάνω στο στόμιο του πηγαδιού. Γύρω του ήταν τυλιγμένο το σκοινί με το οποίο κατέβαινε ο κάδος και γέμιζε στο πηγάδι. Μεταφορικά η φασαρία λόγω του θορύβου που γινόταν στη διαδικασία άντλησης του νερού.

μαγκανοπήγαδο (το) πηγάδι εξοπλισμένο με μαγκάνι. Μεταφορικά η επαναλαμβανόμενη διαρκώς εργασία.

μαγκλαράς (ο) ο μεγαλόσωμος.

μαγκούφης (ο) ο έρημος, ο μόνος στον κόσμο.

μαγκώνω σφίγγω πολύ δυνατά έτσι ώστε να μην μπορεί να κινηθεί κάτι.

μάζωξη (η) η συγκέντρωση.

μαζώνω μαζεύω.

μαηδέ μηδέ.

μαθές βέβαια, φυσικά.

μακαρούνια (τα) τα μακαρόνια.

μάκενα (η) μηχανή διαχωρισμού του καρπού από τα κότσαλα της σταφίδας.

μάκια χαϊδευτικά τα φιλιά.

μαλαγάνας (ο) ο διπλωμάτης, ο καταφερτζής.

μάμα (η) το στομάχι της κότας.

μανάρι (το) το θρεφτάρι, το οικόσιτο αρνί.

μαναστήρι (το) το μοναστήρι.

μαναστηριακό (το) το μοναχικό, το έρημο.

μαναχά μόνα τους.

μάνι μάνι γρήγορα.

μάνταλο (το) ο σύρτης ασφαλείας της πόρτας και των παραθύρων.

μαντάτο (το) το νέο, η είδηση.

μάντζα (η) συμπαγές και σκληρό κομμάτι χώμα.

μαντήλα (η) το κεφαλομάντηλο

μαντρακάς (ο) το παλιό αυτοκίνητο το οποίο ίσα που καταφέρνει να κινείται… τρίζοντας.

μαντρί (το) περιφραγμένος χώρος όπου κλείνουν τα πρόβατα.

μάπα (η) το στρογγυλό λάχανο.

μαραγκούλα (η) το ξερό σύκο.

μαράζι (το) ο μεγάλος καημός.

μαραχουλάω πιάνοντας κάτι το ρυπαίνω και αχρηστεύεται.

μαργώνω κρυώνω, ξεπαγιάζω.

μαριόλα (η) η ναζιάρα

μαριόλικο (το) το ναζιάρικο

μάρκαλος (ο) η πράξη γονιμοποίησης των αιγοπροβάτων.

μαρμάγκα (η) φαρμακερή, μεγάλου μεγέθους αράχνη.

μαρκούτσι (το) μακρύ κυλινδρικό αντικείμενο.

μαρτίνια τα οικόσιτα και μικρά αιγοπρόβατα.

μασιά (η) εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι.

μασκαντούρης (ο) όμορφος, επικίνδυνος να ματιαστεί.

μασούρι (το) λεπτό κομμάτι από καλάμι που τυλίγουν επάνω νήμα. Κάθε αντικείμενο που έχει κυλινδρικό σχήμα.

μαστάρι (το) το βυζί, συνήθως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για ζώα.

μάσω (να) να μαζέψω.

μάτα πάλι.

ματιάζω ρίχνω τη ματιά μου, βασκάνω.

ματσαράγκα (η) πονηριά, ατιμία.

ματσούκι (το) το ρόπαλο, ο ξυλοδαρμός.

ματσουλάω μασάω σιγά και επίμονα για πολύ ώρα.

μαυροτσούκαλος (ο) ο πολύ μαύρος, σαν το τσουκάλι.

μαχαλάς (ο) η γειτονιά.

μαχμουρλής (ο) ο νωθρός, αυτός που μόλις ξύπνησε αλλά είναι ακόμη υπό την επήρεια του ύπνου.

μαύρος (ο) ο καημένος ως έκφραση συμπάθειας στην ταλαιπωρία και τον πόνο.

μεϊντάνι (το) η πλατεία, η αγορά.

μελεούνι (το) το μεγάλο πλήθος.

μελιγκώνι (το) το μικρό μυρμήγκι.

μερεμέτι (το) η επιδιόρθωση.

μερί (το) το μπούτι.

μέρος (το) το αποχωρητήριο.

μεροδούλι (το) η αμοιβή για μια ημέρα εργασία.

μερομήνια (τα) οι πρώτες 12 ημέρες του Αυγούστου από τα σημάδια των οποίων οι παλιοί μάντευαν τον καιρό της χρονιάς κατά μήνα.

μερτικό (το) το μερίδιο.

μεσάντρα (η) ο καλαμένιος εσωτερικός τοίχος.

μεσοβδόμαδα στη μέση της βδομάδας.

μεσόκοπος (ο) ο άνθρωπος μέσης ηλικίας.

μεσοράχη (η) κορυφή ανάμεσα σε δύο βουνά.

μετερίζι (το) οχύρωμα, θέση μάχης.

μινέσκω μένω.

μίνια μία.

μι(ου)σαφίρης (ο) ο επισκέπτης.

μιρμιλάει με τρώει ένα μέρος του σώματος.

μισεύω φεύγω στα ξένα.

μισιακό (το) μισθωμένο κτήμα ή κοπάδι τα έσοδα από το οποίο μοιράζεται ο ενοικιαστής με τον ιδιοκτήτη στη βάση συμφωνίας που έχουν κάνει.

μισοκούντελος (ο) ο μισότρελος.

μισοφόρι (το) εσωτερικό γυναικείο ένδυμα.

μισοχώρι (το) εσωτερικός τοίχος σπιτιού.

μοιράδι (το) το μερτικό.

μολεύω μολύνω.

μολογάω ομολογώ, διηγούμαι.

μολόχα (η) το γεράνι.

μονόσμπαρα μια και έξω, με τη μια.

μόρα (η) ο εφιάλτης του ύπνου.

μοσχαναθρεμένος (ο) ο μεγαλωμένος με όλες τις ανέσεις και όλα τα καλά.

μούκουλο (το) η συσσώρευση λίπους στο λαιμό.

μούλικο (το) το νόθο, το εξώγαμο παιδί.

μουλωχτός (ο) αυτός που δεν εκδηλώνεται και ενεργεί στα κρυφά.

μουνουχάω ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά.

μουνούχι (το) το ευνουχισμένο αρνί ή κατσίκι.

μουνούχος (ο) ο ευνούχος, αυτός που του έχουν κόψει τα αχαμνά.

μούντζα (η) η χειρονομία με ανοιχτή παλάμη.

μουντζαλιά (η) κηλίδα από μελάνι, το σβήσιμο των γραμμάτων με μολύβι ή στυλό.

μου(ν)τζούρα (η) λεκές από σκουρόχρωμη ουσία.

μούργα (η) το κατακάθι από το λάδι.

μουργέλα (η) η μεγάλη μύγα, μεταφορικά η τεμπελιά.

μουρντζώνω σκοτεινιάζω.

μουρχούτα (η) μεγάλο και βαθύ πιάτο.

μουρχούτας (ο) ο λαίμαργος.

μουσαφίρης (ο) ο φιλοξενούμενος.

μουσίτσα (η) μικρό σκουλήκι που μετατρέπεται σε έντομο, μεταφορικά αυτός που συμπεριφέρεται με πονηριά.

μουσκαρίζω χαζεύω.

μούσκλια (τα) παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων, πρασινάδες σε υγρό τόπο και λιμνάζοντα νερά.

μουσκλώνω είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα, ρίχνω μούρη από θυμό ή δυσαρέσκεια.

μούσκιο (το) το μούλιασμα.

μουσμούλης (ο) αυτός που κινείται με αργούς ρυθμούς και βαριεστημένα.

μουστερής (ο) ο πελάτης.

μουστρίζω πασαλείβω, λερώνομαι στο πρόσωπο, χρησιμοποιείται κυρίως όταν πρόκειται για φαγητό.

μουτζήθρα (η) η μυτζήθρα.

μουσκίδι μούσκεμα.

μουχρίτσα (η) ζιζάνιο σε τόπο που ποτίζεται, μεταφορικά αυτή που κρύβει τον κακό της σκοπό ή χαρακτήρα.

μπαγλαρώνω δένω γερά κάποιον.

μπαιζοβγαίνω μπαινοβγαίνω.

μπαγλάμι (το) η έμμονη ιδέα, επιμονή, προσκόλληση σε κάτι.

μπαϊλντίζω κουράζομαι πολύ σωματικά ή πνευματικά.

μπαϊράκι (το) σημαία αλλά και στρατιωτική δύναμη.

μπάκα (η) η φουσκωμένη συνήθως κοιλιά.

μπάκακας (ο) ο βάτραχος

μπακαλέος (ο) ο παστός βακαλάος.

μπακανιάρης (ο) αυτός έχει μεγάλη κοιλιά, μεταφορικά αυτός που τρώει πολύ.

μπακίρια (τα) σκεύη της κουζίνας από χαλκό.

μπάλες (οι) μεγάλα δέματα αποξηραμένου χόρτου.

μπαλκόνι (το) η βεράντα.

μπαμπούγερας (ο) παράσιτο των ξηρών οσπρίων.

μπαμπουλώνομαι σκεπάζω ολόκληρο το κεφάλι και το πρόσωπο.

μπούρμπουνας (ο) το σκαθάρι, μεταφορικά ο μικρόσωμος άνθρωπος που μεταφέρει πράγματα δυσανάλογα με το βάρος του, χαϊδευτικά το μικρό γεροδεμένο παιδί που περπατάει στα τέσσερα.

μπουρνέλα (η) το κορόμηλο.

μπουσουλάω κινούμαι με τα τέσσερα, κυρίως για παιδάκια.

μπούφλα (η) το χτύπημα στο πρόσωπο με την παλάμη

μπουχάδι (το) το βλαστάρι της ελιάς.

μπουχάω (μπουχίζω) καταβρέχω με κάποιο υγρό το οποίο έχω μπουκώσει στο στόμα.

μπουχός (ο) η σκόνη από χώμα.

μπόχα (η) η δυσοσμία.

μπράσκα (η) είδος μεγάλου βάτραχου που ζει στην ξηρά, μεταφορικά η κοντόχοντρη γυναίκα.

μπρίκι (το) μεταλλικό δοχείο για το ψήσιμο του καφέ.

μπρίσκαλο (το) το άγουρο σύκο.

μπρίσκας (ο) ο κοιλαράς.

μπροστέλα (η) η ποδιά που φοράει η γυναίκα.

μπροστινέλα (η) το κολάνι του στήθους των ζώων.

μπροστόβαρος αυτός που γέρνει μπροστά.

μπροστύτερα ενωρίτερα.

μπρούκλης (ο) ο ξενιτεμένος που επιστρέφοντας φέρνει μεγάλη περιουσία.

μώρα (η) η αποχαύνωση.

μωρώνω παρηγορώ το μωρό για να ησυχάσει, μεταφορικά μένω αμίλητος.

μώκος (ο) ο άλαλος, η σιωπή (κάνε μώκο = σώπασε)

 

Ν

 

(α)ναβαήστηκα αναστατώθηκα, συγχύστηκα.

νάκα (η) φορητή δερμάτινη κούνια για τη μεταφορά του μωρού.

νέμα (το) το νήμα.

νεραϊδικό (το) το ξωτικό.

νεραϊδοπαρμένος (ο) ο αλαφροΐσκιωτος.

νεροφαγιά (η) έκταση στην οποία έχουν παρασυρθεί τα χώματα και σχηματίζουν βαθούλωμα στο έδαφος.

νεροκαΐλα (η) η ανυπόφορη δίψα.

νεροτριβή (ο) το νερό που πέφτει και με την τριβή πλένει τα χοντρά ρούχα, σκεπάσματα, χαλιά κλπ.

νίβομαι πλένω με τα χέρια μου το πρόσωπο.

νιτερέσιο (το) η δοσοληψία αλλά και η διαφορά, η διένεξη.

νίλα (η) μεγάλη ζημιά, καταστροφή, συμφορά.

νισάφι (το) χάρη, ευσπλαχνία, έλεος.

νισάφι πια φτάνει πια.

νιογάμπρια (τα) το νιόπαντρο ζευγάρι.

νογάω καταλαβαίνω.

νομάτοι (οι) τα άτομα.

νόμου δώσε μου.

νουρά (η) η ουρά.

νταβαντούρι (το) η φασαρία, ο θόρυβος.

νταβάς (ο) πήλινο ή χάλκινο ταψί.

νταβλακώνω τραπεζώνω, τρώω πολύ.

νταβράντισμα ανάκτηση δύναμης, αναζωογόνηση.

νταγιαντώ υπομένω.

ντάκος (ο) το υποστήριγμα.

ντάλα η κορύφωση.

νταλκάς (ο) επιθυμία, πόθος.

νταμαχιάρης δουλευταράς, πλεονέκτης.

νταμπλάς η καρδιακή συγκοπή.

νταμιζάνα (η) μεγάλο γυάλινο δοχείο σε σχήμα μπουκαλιού με περίβλημα από ψαθί ή σκοινί.

ντάνα (η) όμοια πράγματα το ένα πάνω στο άλλο.

νταραβέρι (το) δοσοληψία, σχέση, μεταφορικά διασκέδαση.

νταρακλιάς (ο) ο φοβιτσιάρης.

νταρτνάνα (η) η μεγαλόσωμη γυναίκα.

ντερβίσης (ο) ο λεβέντης.

ντερέκι (το) ο πολύ ψηλός.

ντερλικώνω τρώω πολύ και καλά.

ντερμπεντέρης (ο) ο ανοιχτόκαρδος.

ντέρτι (το) ο μεγάλος καημός.

ντερώνουμαι τεντώνω το κορμί με το κεφάλι ψηλά.

ντόμπρος (ο) ο ειλικρινής, αυτός που μιλάει καθαρά.

ντορβάς (ο) μεγάλο σακούλι στο οποίο βάζουν το κεφάλι των ζώων και τα ταΐζουν καρπό.

ντορής (ο) το κόκκινο άλογο.

ντόρος )ο) ο μεγάλος θόρυβος, κάτι που προκαλεί μεγάλη συζήτηση.

ντορός (ο) το ίχνος.

ντουβάρι (το) ο τοίχος.

ντουβλούκι (το) ο αγράμματος, αυτός που δεν καταλαβαίνει.

ντουβρώνω δυναμώνω, επανακτώ δυνάμεις, ξεχειλίζω από ζωτικότητα.

ντουγρού κατ’ ευθείαν.

ντουνιάς (ο) ο κόσμος.

ντούρος (ο) αυτός που έχει ίσια το κορμί.

ντράβαλα τα μπλεξίματα, οι περιπέτειες.

ντραμουζάνα (η) γυάλινη μεγάλη φιάλη για κρασί.

ντρέγουρος (ο) ζωηρός, βιαστικός, απείθαρχος.

ντρίλι (το) είδος φθηνού υφάσματος.

ντρίτσα (η) το ψάθινο καπέλο που φοριέται για ίσκιο το καλοκαίρι.

 

ντώνω χαλαρώνω, λασκάρω αλλά και τεντώνω, απομακρύνομαι.

--------------------------------------------------------------------------

Διορθώσεις από παρατηρήσεις αναγνωστών και διερεύνηση:

αβανιά (η) η συκοφαντία με την οποία την εποχή της τουρκοκρατίας έχανε κάποιος την περιουσία του και ως εκ τούτου μεταφορικά συμφορά, υλική ζημιά, δυσκολία, στεναχώρια.

κορώνω εκπέμπω πάρα πολλή θερμότητα, πυρακτώνομαι αλλά και ο κορεσμός (μέχρις αηδίας) από το πολύ φαγητό.

Συνέχεια την επόμενη Δευτέρα